κελαινός

κελαινός
κελαινός
black
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κελαινός — κελαινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ. β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα») 2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός 3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • κελαινά — κελαινός black neut nom/voc/acc pl κελαινά̱ , κελαινός black fem nom/voc/acc dual κελαινά̱ , κελαινός black fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινῶν — κελαινός black fem gen pl κελαινός black masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινόν — κελαινός black masc acc sg κελαινός black neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαιναῖς — κελαινός black fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαιναί — κελαινός black fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινοτάτην — κελαινός black fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινοτάτοιο — κελαινός black masc/neut gen superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινοτάτου — κελαινός black masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινοτέρη — κελαινός black fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”